- μαργαρίταις
- μαργαρί̱ταις , μαργαρίτηςpearlmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бисьръ — БИСЬР|Ъ (56), А с. Жемчужина, жемчуг; изделие из жемчуга, украшение: дражьша бо бисьр соуть ст҃а˫а словеса. Изб 1076, 15; блоудьница... мимо идѩше... оукрашена камениѥмь драгымь. и бисъромь и златомь. ПрЛ XIII, 44б; толика твоѥ˫а [Христа] мл(с)ти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… … Dictionary of Greek